πιτνάς

πιτνάς
πιτνά̱ς , πίτνημι
fly
pres part act masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πίτνημι — Α (ποιητ. τ.) 1. εκτείνω, απλώνω («πίτναν τ ἐς αἰθέρα χεῑρος», Πίνδ.) 2. μτφ. εξεγείρω, ερεθίζω («τὸ λεῑον φαλακρὸν ἡδονῆ πιτνάς», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αθέματος ενεστ. πίτ νη μι έχει σχηματιστεί με ενεστ. επίθημα νη μι (πρβλ. δάμ νη μι) από τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”